πηΐσκος

πηΐσκος
πηΐσκος
Grammatical information: m.
Meaning: `offspring, son' (Creta Va).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not explained. After Specht KZ 66, 221 from *πηϜ-ίσκος ("nach Sp. -ιδ-κος") with ablaut to πωϜ- in πῶλος. Not from πηός (Dor. Aeol. παός).
Page in Frisk: 2,527

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηΐσκος — ὁ, Α μικρός παις, παιδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί ωστόσο η σύνδεση τού πηΐσκος (< *πηFίσκος) με την οικογένεια της λ. πῶλος «νεανίας, παληκάρι»] …   Dictionary of Greek

  • πηός — και δωρ. τ. παός, ὁ, Α 1. συγγενής από αγχιστεία, λόγω γάμου («πόσιν πηούς τε φίλους τε», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε σχέση συγγένειας, και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα. Η παλαιότερη άποψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”